
Επούλωση τραυματισμών
Γράφει: Μανώλης Μπριλάκης
Η επούλωση των τραυματισμών του μυοσκελετικού συστήματος είναι μια χρονοβόρα διαδικασία που συχνά καθυστερεί την επάνοδό του αθλητή (επαγγελματία ή ερασιτέχνη) στο επιθυμητό επίπεδο δραστηριότητας. Επιπλέον, ορισμένες φορές η επιθυμία του αθλητή ή η πίεση που δέχεται για να επανέλθει σε πλήρη δραστηριότητα καθιστά την αποκατάσταση από κάποιον τραυματισμό ελλιπή.
Τα τελευταία χρόνια γίνεται μεγάλη συζήτηση για την μέθοδο που είναι γνωστή ως PRP από τα αρχικά της φράσηςPlatelet-Rich Plasma. Η μέθοδος αυτή άρχισε να παίρνει δημοσιότητα το 2009, όταν δύο βασικοί παίχτες τωνPittsburgh Steelers, ο Hines Ward και ο Troy Polamalu, υποβλήθηκαν σε αυτή την θεραπεία λίγο πριν κερδίσουν το Super Bowl. Ακολούθησαν πολλοί γνωστοί επαγγελματίες του NFL, του Baseball, του γκολφ, του στίβου και τουNBA, όπως ο Tiger Woods, ο Kobe Bryant και o Tyson Gay.
Σήμερα, η μέθοδος αυτή είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη διεθνώς από μεγάλα κέντρα αποκατάστασης αθλητικών κακώσεων και από οργανωμένα αθλητικά σωματεία για την αντιμετώπιση παθήσεων του αρθρικού χόνδρου(χόνδρινες βλάβες, αρχόμενη αρθρίτιδα), των συνδέσμων (διαστρέμματα), των τενόντων (χρόνιες τενοντίτιδες, εκφύλιση ή μερική ρήξη των τενόντων), των μυών (θλάσεις) αλλά και σε παθήσεις του δέρματος (άτονα έλκη, νεκρώσεις).
Πρόκειται για μία πρωτοποριακή μέθοδο κατά την οποία γίνεται αιμοληψία από μια περιφερική φλέβα του ίδιου του ασθενούς και λαμβάνεται μικρή ποσότητα αίματος. Το λαμβανόμενο αίμα υποβάλλεται σε ειδική επεξεργασία για να γίνει η απομόνωση των αιμοπεταλίων από τα υπόλοιπα συστατικά του πλάσματος (ερυθρά αιμοσφαίρια, λευκά αιμοσφαίρια, κτλ.). Ακολουθεί η ενεργοποίηση των αιμοπεταλίων και η έγχυση τους τοπικά στην περιοχή της βλάβης.
Τα αιμοπετάλια είναι πλούσια σε αυξητικούς παράγοντες (PDGF, TGF-β, VEGF, EGF, FGF, IGF-1) τις ιδιότητες των οποίων χρησιμοποιούμε για την θεραπεία οξέων και χρόνιων παθήσεων. Έτσι επιτυγχάνεται ταχεία αποκατάσταση των τραυματισμών των μυών, των τενόντων, των συνδέσμων και του αρθρικού χόνδρου μέσω της ευόδωσης της επουλωτικής ικανότητας του ίδιου του οργανισμού. Αρχικά, επιταχύνεται η επαναγγείωση της περιοχής της βλάβηςκαι τελικά η αναγέννηση και η επιδιόρθωση του τραυματισμένου ιστού.
Η δράση των παραγόντων αυτών είναι τριπλή: α) προσελκύουν τα κύτταρα που είναι υπεύθυνα για την επούλωση, β) ευοδώνουν τον πολλαπλασιασμό τους και γ) ενισχύουν τη διαφοροποίηση τους σε κύτταρα του πάσχοντος ιστού.
Η ενίσχυση της επουλωτικής διαδικασίας έχει σαν αποτέλεσμα να αποφεύγεται ο σχηματισμός ουλώδους ιστού, που έχει πολύ χαμηλότερη αντοχή και ευλυγισία από τον φυσιολογικό. Αντίθετα σχηματίζεται νέος υγιής ιστός, οι κολλαγόνες ίνες του οποίου είναι οργανωμένες σε σωστή διάταξη.
Τα οφέλη από την αγωγή είναι α) η ανακούφιση των συμπτωμάτων του αθλητή, β) η μείωση της ανάγκης για επιθετικότερες θεραπευτικές παρεμβάσεις (επεμβάσεις, μακροχρόνια φαρμακευτική αγωγή) και γ) η αξιοσημείωτα γρήγορη επιστροφή σε προπονητική και αγωνιστική δράση.
Η όλη διαδικασία της λήψης, επεξεργασίας και έγχυσης των αυτόλογων αυξητικών παραγόντων διαρκεί περίπου 20 λεπτά και δεν χρειάζεται νοσηλεία. Η μέθοδος είναι απόλυτα ασφαλής και δεν έχει τον κίνδυνο αλλεργικής ή άλλης αντίδρασης μιας και πρόκειται για συστατικά του αίματος του ίδιου του ασθενούς.
Τις πρώτες ημέρες μετά την έγχυση μπορεί να υπάρξει τοπικός ερεθισμός ως αποτέλεσμα της επουλωτικής αντίδρασης του οργανισμού, ενώ τα αποτελέσματα της θεραπείας μεγιστοποιούνται σε μερικές εβδομάδες. Για το βέλτιστο αποτέλεσμα συνήθως απαιτούνται από μία έως τρεις εγχύσεις, κάτι που εξαρτάται από την ηλικία του ασθενούς, το είδος, την εντόπιση και τη βαρύτητα της βλάβης.
Για μια εβδομάδα νωρίτερα από την θεραπεία αλλά και κατά τη διάρκεια αυτής καλό είναι να αποφεύγεται η λήψη αντιφλεγμονωδών φαρμάκων, διότι επηρεάζουν την φυσιολογική διαδικασία της επούλωσης, άρα και την αποτελεσματικότητα της μεθόδου.
* Ο ιατρός Εμμανουήλ Μπριλάκης είναι Ορθοπαιδικός Χειρουργός, επιμελητής του Ορθοπαιδικού Τμήματος τουΙατρικού Κέντρου Αθηνών (Κλινική Ψυχικού), συνεργάτης του Κέντρου Αρθροσκόπησης και Χειρουργικής Ώμου του ΙΑΣΩ General και Υπεύθυνος Ορθοπαιδικός του Γυναικείου Τμήματος Καλαθοσφαίρισης του Πανιωνίου Γ.Σ.
emmanuel.brilakis@gmail.com
Γράφει: Μανώλης Μπριλάκης
Η επούλωση των τραυματισμών του μυοσκελετικού συστήματος είναι μια χρονοβόρα διαδικασία που συχνά καθυστερεί την επάνοδό του αθλητή (επαγγελματία ή ερασιτέχνη) στο επιθυμητό επίπεδο δραστηριότητας. Επιπλέον, ορισμένες φορές η επιθυμία του αθλητή ή η πίεση που δέχεται για να επανέλθει σε πλήρη δραστηριότητα καθιστά την αποκατάσταση από κάποιον τραυματισμό ελλιπή.
Τα τελευταία χρόνια γίνεται μεγάλη συζήτηση για την μέθοδο που είναι γνωστή ως PRP από τα αρχικά της φράσηςPlatelet-Rich Plasma. Η μέθοδος αυτή άρχισε να παίρνει δημοσιότητα το 2009, όταν δύο βασικοί παίχτες τωνPittsburgh Steelers, ο Hines Ward και ο Troy Polamalu, υποβλήθηκαν σε αυτή την θεραπεία λίγο πριν κερδίσουν το Super Bowl. Ακολούθησαν πολλοί γνωστοί επαγγελματίες του NFL, του Baseball, του γκολφ, του στίβου και τουNBA, όπως ο Tiger Woods, ο Kobe Bryant και o Tyson Gay.
Σήμερα, η μέθοδος αυτή είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη διεθνώς από μεγάλα κέντρα αποκατάστασης αθλητικών κακώσεων και από οργανωμένα αθλητικά σωματεία για την αντιμετώπιση παθήσεων του αρθρικού χόνδρου(χόνδρινες βλάβες, αρχόμενη αρθρίτιδα), των συνδέσμων (διαστρέμματα), των τενόντων (χρόνιες τενοντίτιδες, εκφύλιση ή μερική ρήξη των τενόντων), των μυών (θλάσεις) αλλά και σε παθήσεις του δέρματος (άτονα έλκη, νεκρώσεις).
Πρόκειται για μία πρωτοποριακή μέθοδο κατά την οποία γίνεται αιμοληψία από μια περιφερική φλέβα του ίδιου του ασθενούς και λαμβάνεται μικρή ποσότητα αίματος. Το λαμβανόμενο αίμα υποβάλλεται σε ειδική επεξεργασία για να γίνει η απομόνωση των αιμοπεταλίων από τα υπόλοιπα συστατικά του πλάσματος (ερυθρά αιμοσφαίρια, λευκά αιμοσφαίρια, κτλ.). Ακολουθεί η ενεργοποίηση των αιμοπεταλίων και η έγχυση τους τοπικά στην περιοχή της βλάβης.
Τα αιμοπετάλια είναι πλούσια σε αυξητικούς παράγοντες (PDGF, TGF-β, VEGF, EGF, FGF, IGF-1) τις ιδιότητες των οποίων χρησιμοποιούμε για την θεραπεία οξέων και χρόνιων παθήσεων. Έτσι επιτυγχάνεται ταχεία αποκατάσταση των τραυματισμών των μυών, των τενόντων, των συνδέσμων και του αρθρικού χόνδρου μέσω της ευόδωσης της επουλωτικής ικανότητας του ίδιου του οργανισμού. Αρχικά, επιταχύνεται η επαναγγείωση της περιοχής της βλάβηςκαι τελικά η αναγέννηση και η επιδιόρθωση του τραυματισμένου ιστού.
Η δράση των παραγόντων αυτών είναι τριπλή: α) προσελκύουν τα κύτταρα που είναι υπεύθυνα για την επούλωση, β) ευοδώνουν τον πολλαπλασιασμό τους και γ) ενισχύουν τη διαφοροποίηση τους σε κύτταρα του πάσχοντος ιστού.
Η ενίσχυση της επουλωτικής διαδικασίας έχει σαν αποτέλεσμα να αποφεύγεται ο σχηματισμός ουλώδους ιστού, που έχει πολύ χαμηλότερη αντοχή και ευλυγισία από τον φυσιολογικό. Αντίθετα σχηματίζεται νέος υγιής ιστός, οι κολλαγόνες ίνες του οποίου είναι οργανωμένες σε σωστή διάταξη.
Τα οφέλη από την αγωγή είναι α) η ανακούφιση των συμπτωμάτων του αθλητή, β) η μείωση της ανάγκης για επιθετικότερες θεραπευτικές παρεμβάσεις (επεμβάσεις, μακροχρόνια φαρμακευτική αγωγή) και γ) η αξιοσημείωτα γρήγορη επιστροφή σε προπονητική και αγωνιστική δράση.
Η όλη διαδικασία της λήψης, επεξεργασίας και έγχυσης των αυτόλογων αυξητικών παραγόντων διαρκεί περίπου 20 λεπτά και δεν χρειάζεται νοσηλεία. Η μέθοδος είναι απόλυτα ασφαλής και δεν έχει τον κίνδυνο αλλεργικής ή άλλης αντίδρασης μιας και πρόκειται για συστατικά του αίματος του ίδιου του ασθενούς.
Τις πρώτες ημέρες μετά την έγχυση μπορεί να υπάρξει τοπικός ερεθισμός ως αποτέλεσμα της επουλωτικής αντίδρασης του οργανισμού, ενώ τα αποτελέσματα της θεραπείας μεγιστοποιούνται σε μερικές εβδομάδες. Για το βέλτιστο αποτέλεσμα συνήθως απαιτούνται από μία έως τρεις εγχύσεις, κάτι που εξαρτάται από την ηλικία του ασθενούς, το είδος, την εντόπιση και τη βαρύτητα της βλάβης.
Για μια εβδομάδα νωρίτερα από την θεραπεία αλλά και κατά τη διάρκεια αυτής καλό είναι να αποφεύγεται η λήψη αντιφλεγμονωδών φαρμάκων, διότι επηρεάζουν την φυσιολογική διαδικασία της επούλωσης, άρα και την αποτελεσματικότητα της μεθόδου.
* Ο ιατρός Εμμανουήλ Μπριλάκης είναι Ορθοπαιδικός Χειρουργός, επιμελητής του Ορθοπαιδικού Τμήματος τουΙατρικού Κέντρου Αθηνών (Κλινική Ψυχικού), συνεργάτης του Κέντρου Αρθροσκόπησης και Χειρουργικής Ώμου του ΙΑΣΩ General και Υπεύθυνος Ορθοπαιδικός του Γυναικείου Τμήματος Καλαθοσφαίρισης του Πανιωνίου Γ.Σ.
emmanuel.brilakis@gmail.com

Αρθροσκόπηση ώμου
Γράφει: Μανώλης Μπριλάκης
Η αρθροσκόπηση είναι μια ελάχιστα επεμβατική μέθοδος, που αποτελεί την πιο σύγχρονη λύση στη διάγνωση και αντιμετώπιση των ορθοπαιδικών παθήσεων. Αν και ξεκίνησε να εφαρμόζεται σεεπαγγελματίες αθλητές, ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι της καθημερινότητας υποβάλλονται σεαρθροσκόπηση για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που τους ταλαιπωρούν.
Πρακτικά έχει εφαρμογή σε όλες τις αρθρώσεις (γόνατο, ώμος, ποδοκνημική, καρπός, ισχίο, αγκώνας), αλλά αυτές στις οποίες πραγματοποιείται συχνότερα είναι το γόνατο και ο ώμος, λόγω της μεγαλύτερης συχνότητας που αυτές οι αρθρώσεις πάσχουν, τόσο στον αθλητικό όσο και στον γενικό πληθυσμό.
Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα της μεθόδου είναι η μεγάλη αποτελεσματικότητά της, η οποία συνδυάζεται με πολύ μικρή ταλαιπωρία για τον ασθενή. Ο έλεγχος υπό “άμεση όραση” επιτυγχάνεται με την εισαγωγή στην άρθρωση μιαμικρής κάμερας, που ονομάζεται αρθροσκόπιο και μεταφέρει την εικόνα από το εσωτερικό της άρθρωσης σε μια οθόνη με μεγέθυνση 20 φορές, περίπου.
Έτσι ελέγχονται ενδελεχώς όλες οι ανατομικές δομές της άρθρωσης και μπορεί να επιδιορθωθούν με ακρίβεια ακόμη και πολύ μικρές βλάβες. Για τον λόγο αυτό χρησιμοποιούνται ειδικά σχεδιασμένα λεπτά εργαλεία καιεμφυτεύσιμα αδρανή υλικά, όπως ράμματα και άγκυρες.
Με τη βοήθεια ειδικής αντλίας επιτυγχάνεται συνεχής ροή φυσιολογικού ορού προς και από την άρθρωση, κάτι που διευκολύνει την επέμβαση τόσο με την έκπλυση της άρθρωσης όσο και με την αύξηση του όγκου της.
Το αρθροσκόπιο, τα εργαλεία και τα υλικά που χρησιμοποιούνται εισάγονται μέσα στην άρθρωση μέσα από μικρές τομές μήκους 5-7mm, περίπου. Έτσι ο τραυματισμός στο δέρμα και στους υπόλοιπους υγιείς γειτονικούς ιστούς είναι ελάχιστος.
Αυτό σημαίνει καλύτερο αισθητικό αποτέλεσμα, μιας και τα σημάδια από τις τομές πρακτικά εξαφανίζονται μετά από μερικούς μήνες, αλλά κυρίως πολύ μικρότερο μετεγχειρητικό πόνο. Το αποτέλεσμα είναι να γίνεται περιορισμένη χρήση τόσο παυσίπονων, όσο και αντιφλεγμονωδών φαρμάκων.
Στον περιορισμό της χρήσης φαρμάκων συμβάλλει και η αναισθησία που χρησιμοποιείται. Για τις επεμβάσεις του ώμου είναι απαραίτητος ο συνδυασμός περιοχικής αναισθησίας και ελαφριάς γενικής αναισθησίας με εφαρμογή λαρυγγικής μάσκας (μέθη), χωρίς την ανάγκη για μηχανική υποστήριξη της αναπνοής του ασθενούς.
Αυτό το είδος της αναισθησίας εξασφαλίζει απόλυτη αναλγησία χωρίς να χρειάζεται να χρησιμοποιηθούν ισχυράναρκωτικά κατά τη διάρκεια της επέμβασης. Επίσης προσφέρει ηπιότερη, γρηγορότερη και ασφαλέστερη ανάνηψηχωρίς πολλές παρενέργειες. Έτσι, επιτρέπει στον ασθενή να φύγει μερικές ώρες μετά την επέμβαση.
Η αρθροσκόπηση ως επεμβατική πράξη δεν στερείται επιπλοκών. Όμως η μικρή επεμβατικότητα της μεθόδου περιορίζει τόσο το ποσοστό εμφάνισης ανεπιθύμητων επιπλοκών σε λιγότερο από 1 στις 100 επεμβάσεις, όσο και τη σοβαρότητα τους, μιας και είναι πλήρως αντιμετωπίσιμες.
Πάντως, πριν τον προγραμματισμό κάθε χειρουργείου πρέπει να γίνεται συζήτηση μεταξύ του ορθοπαιδικού και τουασθενή με σκοπό την ενημέρωση του δεύτερου για την πορεία της πάθησης, το είδος της επέμβασης που πρέπει να πραγματοποιηθεί, τις εναλλακτικές λύσεις που υπάρχουν, τις πιθανές επιπλοκές που μπορεί να εμφανιστούν και την αντιμετώπισή τους.
Το σύνολο σχεδόν των παθήσεων του ώμου μπορεί πλέον να αντιμετωπιστεί αρθροσκοπικά. Έτσι παθήσεις που ταλαιπωρούν μεγάλο τμήμα του πληθυσμού, τόσο στην καθημερινή του ζωή, όσο και στην εργασία του, μπορούν να αποκατασταθούν πλήρως.
Οι πιο συνηθισμένες είναι: ρήξη του επιχείλιου χόνδρου της ωμογλήνης ή ρήξη των συνδέσμων της άρθρωσης που προκαλούν αστάθεια και συμβαίνουν όταν “βγαίνει” συχνά ο ώμος, βλάβες SLAP και άλλες παθήσεις του τένοντα της μακράς κεφαλής του δικέφαλου βραχιονίου (συχνές στους αθλητές), ρήξη των τενόντων των στροφέων μυών του ώμου και σύνδρομα πρόσκρουσης, συμφυτική θυλακίτιδα ή παγωμένος ώμος που προκαλεί δυσκαμψία και περιορισμό της κίνησης της άρθρωσης, ενδαρθρικά κατάγματα και βλάβες του αρθρικού χόνδρου, αλλά και ορισμένες κακώσεις ή παθήσεις της ακρωμιοκλειδικής άρθρωσης.
Ο ασθενής μετά από τις πρώτες ημέρες μετεγχειρητικά μπορεί και ανταποκρίνεται χωρίς πόνο στις καθημερινές ασχολίες του (πχ. οδήγηση, πληκτρολόγηση, γράψιμο).
Η σοβαρότητα της βλάβης, η ποιότητα της χειρουργικής διόρθωσης, αλλά και η ανταπόκριση του ασθενούς στο πρόγραμμα αποκατάστασης είναι οι παράμετροι που καθορίζουν τον χρόνο της επιστροφής του ασθενούς σε βαριά χειρονακτική εργασία, καθώς και σε αθλητικές δραστηριότητες (επαγγελματικές ή για αναψυχή).
● Ο ιατρός Εμμανουήλ Μπριλάκης είναι Ορθοπαιδικός Χειρουργός, επιμελητής του ΟρθοπαιδικούΤμήματος του Ιατρικού Κέντρου Αθηνών (Κλινική Ψυχικού), συνεργάτης του Κέντρου Αρθροσκόπησης και Χειρουργικής Ώμου του ΙΑΣΩ General και Υπεύθυνος Ορθοπαιδικός του Γυναικείου Τμήματος Basket και του ανδρικού τμήματος Handball του Πανιωνίου Γ.Σ.
Emmanuel.Brilakis@gmail.com
Γράφει: Μανώλης Μπριλάκης
Η αρθροσκόπηση είναι μια ελάχιστα επεμβατική μέθοδος, που αποτελεί την πιο σύγχρονη λύση στη διάγνωση και αντιμετώπιση των ορθοπαιδικών παθήσεων. Αν και ξεκίνησε να εφαρμόζεται σεεπαγγελματίες αθλητές, ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι της καθημερινότητας υποβάλλονται σεαρθροσκόπηση για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που τους ταλαιπωρούν.
Πρακτικά έχει εφαρμογή σε όλες τις αρθρώσεις (γόνατο, ώμος, ποδοκνημική, καρπός, ισχίο, αγκώνας), αλλά αυτές στις οποίες πραγματοποιείται συχνότερα είναι το γόνατο και ο ώμος, λόγω της μεγαλύτερης συχνότητας που αυτές οι αρθρώσεις πάσχουν, τόσο στον αθλητικό όσο και στον γενικό πληθυσμό.
Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα της μεθόδου είναι η μεγάλη αποτελεσματικότητά της, η οποία συνδυάζεται με πολύ μικρή ταλαιπωρία για τον ασθενή. Ο έλεγχος υπό “άμεση όραση” επιτυγχάνεται με την εισαγωγή στην άρθρωση μιαμικρής κάμερας, που ονομάζεται αρθροσκόπιο και μεταφέρει την εικόνα από το εσωτερικό της άρθρωσης σε μια οθόνη με μεγέθυνση 20 φορές, περίπου.
Έτσι ελέγχονται ενδελεχώς όλες οι ανατομικές δομές της άρθρωσης και μπορεί να επιδιορθωθούν με ακρίβεια ακόμη και πολύ μικρές βλάβες. Για τον λόγο αυτό χρησιμοποιούνται ειδικά σχεδιασμένα λεπτά εργαλεία καιεμφυτεύσιμα αδρανή υλικά, όπως ράμματα και άγκυρες.
Με τη βοήθεια ειδικής αντλίας επιτυγχάνεται συνεχής ροή φυσιολογικού ορού προς και από την άρθρωση, κάτι που διευκολύνει την επέμβαση τόσο με την έκπλυση της άρθρωσης όσο και με την αύξηση του όγκου της.
Το αρθροσκόπιο, τα εργαλεία και τα υλικά που χρησιμοποιούνται εισάγονται μέσα στην άρθρωση μέσα από μικρές τομές μήκους 5-7mm, περίπου. Έτσι ο τραυματισμός στο δέρμα και στους υπόλοιπους υγιείς γειτονικούς ιστούς είναι ελάχιστος.
Αυτό σημαίνει καλύτερο αισθητικό αποτέλεσμα, μιας και τα σημάδια από τις τομές πρακτικά εξαφανίζονται μετά από μερικούς μήνες, αλλά κυρίως πολύ μικρότερο μετεγχειρητικό πόνο. Το αποτέλεσμα είναι να γίνεται περιορισμένη χρήση τόσο παυσίπονων, όσο και αντιφλεγμονωδών φαρμάκων.
Στον περιορισμό της χρήσης φαρμάκων συμβάλλει και η αναισθησία που χρησιμοποιείται. Για τις επεμβάσεις του ώμου είναι απαραίτητος ο συνδυασμός περιοχικής αναισθησίας και ελαφριάς γενικής αναισθησίας με εφαρμογή λαρυγγικής μάσκας (μέθη), χωρίς την ανάγκη για μηχανική υποστήριξη της αναπνοής του ασθενούς.
Αυτό το είδος της αναισθησίας εξασφαλίζει απόλυτη αναλγησία χωρίς να χρειάζεται να χρησιμοποιηθούν ισχυράναρκωτικά κατά τη διάρκεια της επέμβασης. Επίσης προσφέρει ηπιότερη, γρηγορότερη και ασφαλέστερη ανάνηψηχωρίς πολλές παρενέργειες. Έτσι, επιτρέπει στον ασθενή να φύγει μερικές ώρες μετά την επέμβαση.
Η αρθροσκόπηση ως επεμβατική πράξη δεν στερείται επιπλοκών. Όμως η μικρή επεμβατικότητα της μεθόδου περιορίζει τόσο το ποσοστό εμφάνισης ανεπιθύμητων επιπλοκών σε λιγότερο από 1 στις 100 επεμβάσεις, όσο και τη σοβαρότητα τους, μιας και είναι πλήρως αντιμετωπίσιμες.
Πάντως, πριν τον προγραμματισμό κάθε χειρουργείου πρέπει να γίνεται συζήτηση μεταξύ του ορθοπαιδικού και τουασθενή με σκοπό την ενημέρωση του δεύτερου για την πορεία της πάθησης, το είδος της επέμβασης που πρέπει να πραγματοποιηθεί, τις εναλλακτικές λύσεις που υπάρχουν, τις πιθανές επιπλοκές που μπορεί να εμφανιστούν και την αντιμετώπισή τους.
Το σύνολο σχεδόν των παθήσεων του ώμου μπορεί πλέον να αντιμετωπιστεί αρθροσκοπικά. Έτσι παθήσεις που ταλαιπωρούν μεγάλο τμήμα του πληθυσμού, τόσο στην καθημερινή του ζωή, όσο και στην εργασία του, μπορούν να αποκατασταθούν πλήρως.
Οι πιο συνηθισμένες είναι: ρήξη του επιχείλιου χόνδρου της ωμογλήνης ή ρήξη των συνδέσμων της άρθρωσης που προκαλούν αστάθεια και συμβαίνουν όταν “βγαίνει” συχνά ο ώμος, βλάβες SLAP και άλλες παθήσεις του τένοντα της μακράς κεφαλής του δικέφαλου βραχιονίου (συχνές στους αθλητές), ρήξη των τενόντων των στροφέων μυών του ώμου και σύνδρομα πρόσκρουσης, συμφυτική θυλακίτιδα ή παγωμένος ώμος που προκαλεί δυσκαμψία και περιορισμό της κίνησης της άρθρωσης, ενδαρθρικά κατάγματα και βλάβες του αρθρικού χόνδρου, αλλά και ορισμένες κακώσεις ή παθήσεις της ακρωμιοκλειδικής άρθρωσης.
Ο ασθενής μετά από τις πρώτες ημέρες μετεγχειρητικά μπορεί και ανταποκρίνεται χωρίς πόνο στις καθημερινές ασχολίες του (πχ. οδήγηση, πληκτρολόγηση, γράψιμο).
Η σοβαρότητα της βλάβης, η ποιότητα της χειρουργικής διόρθωσης, αλλά και η ανταπόκριση του ασθενούς στο πρόγραμμα αποκατάστασης είναι οι παράμετροι που καθορίζουν τον χρόνο της επιστροφής του ασθενούς σε βαριά χειρονακτική εργασία, καθώς και σε αθλητικές δραστηριότητες (επαγγελματικές ή για αναψυχή).
● Ο ιατρός Εμμανουήλ Μπριλάκης είναι Ορθοπαιδικός Χειρουργός, επιμελητής του ΟρθοπαιδικούΤμήματος του Ιατρικού Κέντρου Αθηνών (Κλινική Ψυχικού), συνεργάτης του Κέντρου Αρθροσκόπησης και Χειρουργικής Ώμου του ΙΑΣΩ General και Υπεύθυνος Ορθοπαιδικός του Γυναικείου Τμήματος Basket και του ανδρικού τμήματος Handball του Πανιωνίου Γ.Σ.
Emmanuel.Brilakis@gmail.com

Τραυματικό εξάρθρημα
Γράφει:Μανώλης Μπριλάκης
Η άρθρωση του ώμου εκτελεί μεγάλο εύρος κινήσεων σε πολλαπλά επίπεδα. Αυτή η ελευθερία κινήσεων πραγματοποιείται σε βάρος της σταθερότητας της άρθρωσης, με αποτέλεσμα τηνεπιρρέπεια του ώμου σε εξαρθρήματα. Έτσι, ο ώμος είναι η άρθρωση με το μεγαλύτερο εύρος κίνησης στο σώμα μας, αλλά και η άρθρωση που εξαρθρώνεται συχνότερα.
Ένα εξάρθρημα συμβαίνει συνήθως μετά από τραυματισμό και απαιτεί την άσκηση σημαντικής βίας. Σε ορισμένους ανθρώπους, οι οποίοι έχουν γεννηθεί με χαλαρές αρθρώσεις, το εξάρθρημα μπορεί να συμβεί και με μικρότερη βία.
Ουσιαστικά πρόκειται για την απομάκρυνση της αρθρικής επιφάνειας του βραχιονίου οστού (κεφαλή) από τηναρθρική επιφάνεια της ωμοπλάτης (ωμογλήνη). Κατά το τραυματικό γεγονός, προκαλούνται βλάβες σε διάφορα ανατομικά στοιχεία της άρθρωσης, όπως ρήξη του επιχείλιου χόνδρου της ωμογλήνης (βλάβη Bankart), συμπιεστικό κάταγμα της κεφαλής του βραχιονίου (βλάβη Hill-Sachs), ρήξη των θυλακοσυνδεσμικών στοιχείων.
Αν αυτές οι βλάβες δεν επουλωθούν τότε τα επεισόδια που “βγαίνει“ ο ώμος μπορεί να επαναλαμβάνονται. Αυτή η κατάσταση ονομάζεται χρόνιο υποτροπιάζον εξάρθρημα και προκαλεί αστάθεια της άρθρωσης. Η πρόκληση του εξαρθρήματος σε αυτές τις περιπτώσεις ευνοείται όταν το άνω άκρο φέρεται σε απαγωγή και έξω στροφή.
Πρόκειται, λοιπόν, για έναν σοβαρό τραυματισμό που μπορεί να σημαίνει το τέλος της αθλητικής καριέρας, ή το τέλος μιας δραστήριας και ενεργούς ζωής. Είναι ένας τραυματισμός που αν δεν αντιμετωπισθεί σωστά, αφήνει τον ασθενή με ένα συνεχή φόβο και διαρκή επαγρύπνηση, για το πότε θα είναι η επόμενη φορά.
Αυτό που παρατηρείται συνήθως είναι ότι όσο μικρότερη είναι η ηλικία του ασθενούς κατά το πρώτο εξάρθρημακαι όσο μεγαλύτερο είναι το επίπεδο της δραστηριότητάς του, τόσο αυξάνεται η πιθανότητα νέων υποτροπών, ενώ τα επεισόδια των υποτροπών προκαλούνται με μεγαλύτερη ευκολία.
Δεν είναι λίγες οι φορές που οι ασθενείς αναφέρουν ότι ο ώμος του “βγαίνει” ακόμη και στον ύπνο τους. Πρόκειται για μια κατάσταση που ταλαιπωρεί πολύ τον πάσχοντα και του δημιουργεί πολλά προβλήματα, όχι μόνο στις αθλητικές δραστηριότητες, αλλά και στην καθημερινότητά του.
Υπάρχουν πολλαπλές μελέτες που δείχνουν ότι όλοι οι δείκτες ποιότητας ζωής επηρεάζονται αρνητικά, ενώ πολλές φορές αποτελεί την αιτία απόσυρσης ενός αθλητή από την ενεργό δράση.
Στις περιπτώσεις αυτές, η συντηρητική αντιμετώπιση δεν έχει το επιθυμητό αποτέλεσμα, δηλαδή την επούλωση των βλαβών στη σωστή ανατομική τους θέση, με αποτέλεσμα την αποσταθεροποίηση της άρθρωσης και την εμφάνιση υποτροπών.
Σήμερα, η αρθροσκοπική αποκατάσταση των ανατομικών βλαβών του ώμου είναι η επέμβαση εκλογής. Η επέμβαση πραγματοποιείται με περιοχική αναισθησία, με τη βοήθεια οπτικών ινών μικρού μεγέθους που εισάγονται στην άρθρωση και αναδεικνύουν το εσωτερικό της μεγεθυμένο 20 φορές περίπου. Οι τραυματισμένοι ιστοί καθηλώνονται στην ανατομική τους θέση με άγκυρες και ειδικά ράμματα.
Η πρόοδος των εργαλείων και των τεχνικών επιτρέπει την πλήρη και ανατομική αποκατάσταση των βλαβών και συνδυάζεται με πολύ χαμηλή νοσηρότητα.
Μια επιτυχημένη επέμβαση, ακολουθούμενη από ένα ειδικό πρόγραμμα αποκατάστασης, βοηθούν τον ασθενή στηνπλήρη επάνοδο του στις προεγχειρητικές του δραστηριότητες σε σύντομο χρονικό διάστημα.
● Ο ιατρός Εμμανουήλ Μπριλάκης είναι Ορθοπαιδικός Χειρουργός, επιμελητής του Ορθοπαιδικού Τμήματοςτου Ιατρικού Κέντρου Αθηνών (Κλινική Ψυχικού), συνεργάτης του Κέντρου Αρθροσκόπησης και Χειρουργικής Ώμου του ΙΑΣΩ General και Υπεύθυνος Ορθοπαιδικός του Γυναικείου Τμήματος Basket και του ανδρικού τμήματος Handball του Πανιωνίου Γ.Σ.
Emmanuel.Brilakis@gmail.com
Γράφει:Μανώλης Μπριλάκης
Η άρθρωση του ώμου εκτελεί μεγάλο εύρος κινήσεων σε πολλαπλά επίπεδα. Αυτή η ελευθερία κινήσεων πραγματοποιείται σε βάρος της σταθερότητας της άρθρωσης, με αποτέλεσμα τηνεπιρρέπεια του ώμου σε εξαρθρήματα. Έτσι, ο ώμος είναι η άρθρωση με το μεγαλύτερο εύρος κίνησης στο σώμα μας, αλλά και η άρθρωση που εξαρθρώνεται συχνότερα.
Ένα εξάρθρημα συμβαίνει συνήθως μετά από τραυματισμό και απαιτεί την άσκηση σημαντικής βίας. Σε ορισμένους ανθρώπους, οι οποίοι έχουν γεννηθεί με χαλαρές αρθρώσεις, το εξάρθρημα μπορεί να συμβεί και με μικρότερη βία.
Ουσιαστικά πρόκειται για την απομάκρυνση της αρθρικής επιφάνειας του βραχιονίου οστού (κεφαλή) από τηναρθρική επιφάνεια της ωμοπλάτης (ωμογλήνη). Κατά το τραυματικό γεγονός, προκαλούνται βλάβες σε διάφορα ανατομικά στοιχεία της άρθρωσης, όπως ρήξη του επιχείλιου χόνδρου της ωμογλήνης (βλάβη Bankart), συμπιεστικό κάταγμα της κεφαλής του βραχιονίου (βλάβη Hill-Sachs), ρήξη των θυλακοσυνδεσμικών στοιχείων.
Αν αυτές οι βλάβες δεν επουλωθούν τότε τα επεισόδια που “βγαίνει“ ο ώμος μπορεί να επαναλαμβάνονται. Αυτή η κατάσταση ονομάζεται χρόνιο υποτροπιάζον εξάρθρημα και προκαλεί αστάθεια της άρθρωσης. Η πρόκληση του εξαρθρήματος σε αυτές τις περιπτώσεις ευνοείται όταν το άνω άκρο φέρεται σε απαγωγή και έξω στροφή.
Πρόκειται, λοιπόν, για έναν σοβαρό τραυματισμό που μπορεί να σημαίνει το τέλος της αθλητικής καριέρας, ή το τέλος μιας δραστήριας και ενεργούς ζωής. Είναι ένας τραυματισμός που αν δεν αντιμετωπισθεί σωστά, αφήνει τον ασθενή με ένα συνεχή φόβο και διαρκή επαγρύπνηση, για το πότε θα είναι η επόμενη φορά.
Αυτό που παρατηρείται συνήθως είναι ότι όσο μικρότερη είναι η ηλικία του ασθενούς κατά το πρώτο εξάρθρημακαι όσο μεγαλύτερο είναι το επίπεδο της δραστηριότητάς του, τόσο αυξάνεται η πιθανότητα νέων υποτροπών, ενώ τα επεισόδια των υποτροπών προκαλούνται με μεγαλύτερη ευκολία.
Δεν είναι λίγες οι φορές που οι ασθενείς αναφέρουν ότι ο ώμος του “βγαίνει” ακόμη και στον ύπνο τους. Πρόκειται για μια κατάσταση που ταλαιπωρεί πολύ τον πάσχοντα και του δημιουργεί πολλά προβλήματα, όχι μόνο στις αθλητικές δραστηριότητες, αλλά και στην καθημερινότητά του.
Υπάρχουν πολλαπλές μελέτες που δείχνουν ότι όλοι οι δείκτες ποιότητας ζωής επηρεάζονται αρνητικά, ενώ πολλές φορές αποτελεί την αιτία απόσυρσης ενός αθλητή από την ενεργό δράση.
Στις περιπτώσεις αυτές, η συντηρητική αντιμετώπιση δεν έχει το επιθυμητό αποτέλεσμα, δηλαδή την επούλωση των βλαβών στη σωστή ανατομική τους θέση, με αποτέλεσμα την αποσταθεροποίηση της άρθρωσης και την εμφάνιση υποτροπών.
Σήμερα, η αρθροσκοπική αποκατάσταση των ανατομικών βλαβών του ώμου είναι η επέμβαση εκλογής. Η επέμβαση πραγματοποιείται με περιοχική αναισθησία, με τη βοήθεια οπτικών ινών μικρού μεγέθους που εισάγονται στην άρθρωση και αναδεικνύουν το εσωτερικό της μεγεθυμένο 20 φορές περίπου. Οι τραυματισμένοι ιστοί καθηλώνονται στην ανατομική τους θέση με άγκυρες και ειδικά ράμματα.
Η πρόοδος των εργαλείων και των τεχνικών επιτρέπει την πλήρη και ανατομική αποκατάσταση των βλαβών και συνδυάζεται με πολύ χαμηλή νοσηρότητα.
Μια επιτυχημένη επέμβαση, ακολουθούμενη από ένα ειδικό πρόγραμμα αποκατάστασης, βοηθούν τον ασθενή στηνπλήρη επάνοδο του στις προεγχειρητικές του δραστηριότητες σε σύντομο χρονικό διάστημα.
● Ο ιατρός Εμμανουήλ Μπριλάκης είναι Ορθοπαιδικός Χειρουργός, επιμελητής του Ορθοπαιδικού Τμήματοςτου Ιατρικού Κέντρου Αθηνών (Κλινική Ψυχικού), συνεργάτης του Κέντρου Αρθροσκόπησης και Χειρουργικής Ώμου του ΙΑΣΩ General και Υπεύθυνος Ορθοπαιδικός του Γυναικείου Τμήματος Basket και του ανδρικού τμήματος Handball του Πανιωνίου Γ.Σ.
Emmanuel.Brilakis@gmail.com

Σύνδρομο της τριάδας
Γράφει:Μανώλης Μπριλάκης
Το σύνδρομο της τριάδας των αθλητριών (Female Athlete Triad) είναι ένα πρόβλημα που αναγνωρίζεται σε αθλήτριες υψηλού επιπέδου. Πρόκειται για ένα σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από διαταραχές διατροφικών συνηθειών, διαταραχές της έμμηνης ρήσης και μείωση της οστικής πυκνότητας.
Οι ιδιαιτερότητες των αθλητριών υψηλού επιπέδου, τόσο ως προς τις ενεργειακές τους απαιτήσεις, όσο και ως προς την ψυχολογική και σωματική υπερπροσπάθεια για την επίτευξη της βέλτιστης επίδοσης, δημιουργούν πρόβλημα στην αναγνώριση και αντιμετώπιση του συνδρόμου.
Αν και οι διαταραχές στις διατροφικές συνήθειες είναι η αρχική αιτία του συνδρόμου, ο λόγος που η αθλήτρια ζητάιατρική βοήθεια είναι συνήθως η αμηνόρροια, ή τα κατάγματα κόπωσης.
Οι αθλήτριες του στίβου και κυρίως των μεγάλων αποστάσεων, της γυμναστικής, του χορού, του μπαλέτου, τωνκαταδύσεων, του καλλιτεχνικού πατινάζ και της κολύμβησης, έχουν αυξημένο κίνδυνο να εμφανίσουν το σύνδρομο.
Σε αυτά τα αθλήματα δίδεται μεγαλύτερη έμφαση στο σωματικό βάρος. Οι αθλήτριες που ασχολούνται με αθλήματα με μπάλα, όπως το μπάσκετ, είναι σε μικρότερο κίνδυνο, χωρίς όμως να αποκλείονται από αυτό.
Ψυχολογικοί παράγοντες
Ο στόχος κάθε αθλητή υψηλού επιπέδου είναι η επίτευξη της βέλτιστης δυνατής επίδοσης την ώρα του αγώνα. Η επιθυμία της διάκρισης και το υψηλό επίπεδο του ανταγωνισμού δημιουργούν αυξημένη ψυχολογική επιβάρυνση/πίεση, τόσο σε περίοδο προετοιμασίας, όσο και κατά την αγωνιστική περίοδο.
Ο αυξημένος όγκος της προπόνησης, που είναι η βασική προϋπόθεση για την επίτευξη του στόχου, αυξάνει τιςενεργειακές απαιτήσεις του αθλούμενου οργανισμού. Παράλληλα, στα περισσότερα αθλήματα, το χαμηλό σωματικό βάρος δίνει πλεονέκτημα.
Αυτή η παρατήρηση δημιουργεί μια “ψυχολογική υποχρέωση” διατήρησης χαμηλού σωματικού βάρους, με αποτέλεσμα η θερμιδική πρόσληψη να είναι κατώτερη των συνολικών ενεργειακών απαιτήσεων.
Η διαταραχή του ενεργειακού ισοζυγίου, σε συνέργεια με την ψυχολογική επιβάρυνση και την αυξημένη έκκριση ορμονών του stress που αυτή συνεπάγεται, αποτελούν ένα δίπολο, που οδηγεί σε διαταραχή του άξοναΥποθάλαμος – Υπόφυση – Ωοθήκες.
Το αποτέλεσμα είναι η μείωση της παραγωγής οιστρογόνων και η διαταραχή της έμμηνης ρύσης, μέχρι και η κατάργησή της (αμηνόρροια). Η μειωμένη παραγωγή οιστρογόνων συνδυάζεται με μειωμένη οστική πυκνότητα και αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης οστεοπόρωσης.
Διαταραχές των διατροφικών συνηθειών
Ένα ποσοστό των γυναικών που ασχολούνται με υψηλού επιπέδου αθλητισμό, πάσχει από διαταραχές πρόσληψης τροφής και έχει ανάγκη ψυχιατρικής αντιμετώπισης. Όμως, δεν είναι όλες οι αθλήτριες με χαμηλόσωματικό βάρος που πληρούν τα κριτήρια που απαιτούνται για τη διάγνωση τέτοιων νοσημάτων (πχ. νευρογενήςανορεξία ή νευρογενής βουλιμία).
Έτσι, έχει χρησιμοποιηθεί ο όρος “αθλητικογενής ανορεξία” με σκοπό να αποδώσει τις διαταραχές των διατροφικών συνηθειών των αθλητριών, που πηγάζουν από την επιθυμία για την επίτευξη βέλτιστης απόδοσηςκαι να τις διαχωρίσει από παθολογικές καταστάσεις πρόσληψης τροφής.
Παράλληλα, εκτός από την μειωμένη πρόσληψη τροφής, ορισμένες αθλήτριες καταναλώνουν φάρμακα για τονέλεγχο του σωματικού βάρους (πχ. διουρητικά, υπακτικά, εμετικά ή διαιτητικά σκευάσματα).
Η συχνότητα των διαταραχών των διατροφικών συνηθειών στις αθλήτριες κυμαίνεται από 15% έως 60%. Επίσης, το 50% των αθλητριών που εμφανίζουν τέτοιες διαταραχές, ασκούνται σε υπερβολικό βαθμό. Το αποτέλεσμα είναι ημειωμένη ενεργειακή πρόσληψη και η εμφάνιση αρνητικού ισοζυγίου στα ενεργειακά αποθέματα του οργανισμού.
Τα ενεργειακά αποθέματα του οργανισμού είναι το ποσό της θερμιδικής πρόσληψης από την τροφή, μειωμένο κατά την ενέργεια που καταναλώνεται στη διάρκεια της άθλησης (προπόνηση ή αγώνας). Η ενέργεια που απομένει είναι απαραίτητη για την κάλυψη βασικών αναγκών.
Το αρνητικό ενεργειακό ισοζύγιο, αλλά ακόμη και το πολύ μικρό θετικό ισοζύγιο, ενεργοποιείπαθοφυσιολογικούς μηχανισμούς με σκοπό την εξοικονόμηση ενέργειας για τις λειτουργίες που είναι απαραίτητες για την επιβίωση του οργανισμού εις βάρος άλλων λειτουργιών. Έτσι βλάπτεται η ομοιόσταση τωνκυττάρων, η θερμορύθμιση, η σωματική ανάπτυξη, καθώς και οι λειτουργίες της αναπαραγωγής.
Διαταραχές της έμμηνης ρύσης
Ο συνήθης γεννητικός κύκλος στην γυναίκα διαρκεί 26 έως 35 ημέρες (ευμηνόρροια) και χωρίζεται από τηνωοθυλακιορρηξία σε δύο φάσεις. Στην πρώτη ή παραγωγική φάση, όπου κυριαρχούν τα οιστρογόνα και στη δεύτερη, ή ωχρινική φάση, όπου παράγονται οιστρογόνα και προγεστερόνη.
Για τον έλεγχο του κύκλου αλληλεπιδρούν ο φλοιός του εγκεφάλου, ο υποθάλαμος, η υπόφυσηκαι οι ωοθήκες. Στις διαταραχές του κύκλου περιλαμβάνονται κυρίως η δευτεροπαθήςαμηνόρροια (λειτουργική υποθαλαμική αμηνόρροια), αλλά και η ολιγομηνόρροια, η καθυστερημένηεμμηναρχή, η ανωοθυλακιορρηξία και η ανεπάρκεια της ωχρινικής φάσης του κύκλου.
Η επίπτωση της αμηνόρροιας στον γενικό πληθυσμό κυμαίνεται από 2% έως 5%, ενώ σε χορεύτριες μπαλέτου και σε δρομείς μεγάλων αποστάσεων, όπου υπάρχουν δεδομένα από μελέτες, αγγίζει το 69% και 65%, αντίστοιχα. Η επίπτωση της ανεπάρκειας της ωχρινικής φάσης στις αθλήτριες είναι 79%.
Η έντονη άσκηση φαίνεται να ευνοεί αυτές τις διαταραχές. Ενδιαφέρον έχει το αποτέλεσμα πειραμάτων σε ζώα, όπου η αμηνόρροια εγκαταστάθηκε όταν αυξήθηκε η ένταση της άσκησης τους, χωρίς να διαταραχθεί το ποσό των λαμβανόμενων θερμίδων και αποκαταστάθηκε όταν αυξήθηκαν οι προσλαμβανόμενες θερμίδες, χωρίς να αλλάξει ηένταση της άσκησης.
Η μείωση των ενεργειακών αποθεμάτων επιφέρει αλλαγές στην έκκριση διαφόρων ορμονών. Η βασικότερη είναι η διαταραχή της συχνότητας έκκρισης των ώσεων της LH από την υπόφυση, σε απάντηση της έκκρισης GnRH από τον υποθάλαμο που επηρεάζεται από καταστάσεις stress.
Επιπλέον, παρατηρούνται μεταβολές στα επίπεδα και άλλων ορμονών του μεταβολισμού, όπως της ινσουλίνης(μείωση), της κορτιζόλης (αύξηση), της αυξητικής ορμόνης (αύξηση), του IGF-1, της T3 (μείωση) και της λεπτίνης(μείωση).
Η μείωση της λεπτίνης οφείλεται και στο χαμηλό σωματικό βάρος, που παρατηρείται σε αυτή την ομάδα του πληθυσμού. Πολύ σημαντική παρατήρηση είναι ότι οι διαταραχές της έμμηνης ρήσης αποκαθίστανται μετά απόαύξηση των προσλαμβανόμενων θερμίδων.
Μείωση της Οστικής Πυκνότητας
Στις νεαρότερες αθλήτριες το πρόβλημα εμφανίζεται ως οστική απώλεια και διαταραχή της αρχιτεκτονικής των οστών, ή μειωμένη οστική κατασκευή που επηρεάζει αρνητικά την κορυφαία οστική μάζα που επιτυγχάνεται.
Ως κορυφαία οστική μάζα χαρακτηρίζεται η μέγιστη οστική μάζα που αποκτά ένα άτομο κατά τη διάρκεια της ζωής του και επιτυγχάνεται περίπου στην ηλικία των 30 ετών. Η επίτευξη χαμηλής κορυφαίας οστικής μάζας θεωρείται ένας από τους βασικούς μηχανισμούς, που οδηγούν αργότερα στην εμφάνιση οστεοπόρωσης.
Το αποτέλεσμα είναι προδιάθεση για κατάγματα κόπωσης, που συμβαίνουν με χαμηλή ή καθόλου βία και εγείρουν την κλινική υποψία για το σύνδρομο.
Επειδή οι αθλήτριες είναι γυναίκες νεαρής ηλικίας, προεμμηνοπαυσιακές δεν χρησιμοποιείται το Τ-score για την αξιολόγηση και την κατάταξή τους σε οστεοπενικές ή οστεοπορωτικές. Αντίθετα, χρησιμοποιείται το Ζ-score και τιμές μικρότερες από -2 χαρακτηρίζουν “οστική πυκνότητα κατώτερη της αναμενόμενης για την ηλικία“.
Ο όρος οστεοπενία δεν χρησιμοποιείται και η διάγνωση της οστεοπόρωσης τίθεται μόνο όταν η χαμηλή οστική πυκνότητα (Ζ-score ≤ -2) συνυπάρχει με παράγοντες κινδύνου πρόκλησης κατάγματος, όπως η χρόνια πλημμελής διατροφή, οι διαταραχές πρόσληψης τροφής, ο υπογοναδισμός, η χρήση γλυκοκορτικοειδών και η παρουσία προηγούμενων καταγμάτων.
Σε αθλήτριες με λειτουργική υποθαλαμική αμηνόρροια, η ανεπάρκεια των οιστρογόνων προκαλεί διαταραχή της οστικής ανακατασκευής. Η αμηνόρροια δεν προκαλεί άμεσα οστεοπόρωση, αλλά μείωση της οστικής πυκνότητας, που οδηγεί προς αυτή την κατεύθυνση.
Ομοίως, η αποκατάσταση της έμμηνης ρήσης δεν αποκαθιστά άμεσα την οστική μάζα, αλλά αυξάνει σταδιακά τηνοστική πυκνότητα. Η χρόνια υποθρεψία που συνήθως συνυπάρχει, είναι υπεύθυνη για τον μειωμένο ρυθμό οστικής παραγωγής.
Επίσης, η οστική απορρόφηση αυξάνεται όταν καταστέλλεται η παραγωγή οιστραδιόλης, λόγω τωνπεριορισμένων ενεργειακών αποθεμάτων, ενώ η οστική παραγωγή καταστέλλεται νωρίτερα.
Μάλιστα, η μείωση της οστικής παραγωγής είναι ανάλογη της μείωσης των ενεργειακών αποθεμάτων. Ηοστική παραγωγή επηρεάζεται επίσης μέσω άλλων ορμονών, κυρίως της κορτιζόλης και της λεπτίνης.
Διάγνωση
Η διάγνωση του συνδρόμου απαιτεί την ευαισθητοποίηση για την αναγνώρισή του. Οι επιπτώσεις στην υγεία της αθλήτριας δεν είναι τόσο άμεσες, όσο απώτερες, ενώ ο τρόπος ζωής, οι διατροφικές συνήθειες, η έντονηπροπόνηση, η επιθυμία για διάκριση και το ψυχολογικό υπόβαθρο, είναι παράγοντες που δεν ωθούν την αθλήτρια να αναζητήσει βοήθεια και να συμμορφωθεί με τις οδηγίες.
Είναι γενική πεποίθηση ειδικών και αποτυπώνεται σε μελέτες ότι το σύνδρομο αυτό μπορεί να συμβεί σεαθλήτριες υψηλού επιπέδου οποιουδήποτε αγωνίσματος.
Ο ετήσιος προαγωνιστικός έλεγχος των αθλητριών προσφέρεται για τη διαλογή τους, ενώ η αναζήτηση βοήθειας, κυρίως για τις διαταραχές του κύκλου ή για κατάγματα κόπωσης, είναι μια ακόμη ευκαιρία για τη διάγνωση. Στις περιπτώσεις που ανευρίσκεται ένα χαρακτηριστικό του συνδρόμου πρέπει να αναζητούνται και τα υπόλοιπα.
Η αναζήτηση πληροφοριών για τη θερμιδική πρόσληψη, για τις διαιτητικές συνήθειες, για τις μεταβολές του βάρους και για την ένταση της προπόνησης είναι πολύ χρήσιμη στην αρχική προσέγγιση της αθλήτριας.
Η διαταραχή της αντίληψης της εικόνας του σώματος και ο φόβος για το βάρος, ιδιαίτερα όταν συνυπάρχειαμηνόρροια, είναι χαρακτηριστικά διαταραχών πρόσληψης τροφής και απαιτείται ψυχιατρική αντιμετώπιση. Επιπλέον προβλήματα υγείας, αλλά και κατάγματα χαμηλής βίας πρέπει να αναζητούνται.
Σημαντικές είναι οι πληροφορίες του γυναικολογικού ιστορικού, δηλαδή, ηλικία εμμηναρχής, διάρκεια του κύκλου, μεταβολές αυτού ανάλογα με τις προπονητικές περιόδους. Τέλος, πρέπει να συλλέγονται πληροφορίες για τηχρήση φαρμακευτικών σκευασμάτων ή συμπληρωμάτων διατροφής, που πιθανώς να καταναλώνει ηαθλήτρια.
Κατά τη φυσική εξέταση, μετρούνται το βάρος, το ύψος και το ποσοστό λίπους της αθλήτριας και πρέπει να γίνεται μιαπλήρης κλινική εξέταση κατά συστήματα. Δεν πρέπει να παραλείπεται η αναζήτηση σημείων ιδιαίτερα ξηρούδέρματος, ουλών και εξανθημάτων στα χείλη και στο στόμα, σημαδιών στα δάχτυλα των χεριών και των ποδιών, που είναι χαρακτηριστικά ψυχικών διαταραχών.
Ο εργαστηριακός έλεγχος πρέπει να προσανατολίζεται για να αποκλείσει άλλες οργανικές αιτίες αμηνόρροιας και πρέπει να είναι αυστηρά προσανατολισμένος και να κατευθύνεται από τα ευρήματα της κλινικής εξέτασης, γιατί η ανεύρεση φυσιολογικών τιμών μιας γενικής εξέτασης αίματος και ενός βιοχημικού ελέγχου δεν αποκλείει την ύπαρξη του συνδρόμου.
Η μέτρηση της οστικής πυκνότητας με DEXA πρέπει να γίνεται μετά από την εμφάνιση καταγμάτων κόπωσης ή χαμηλής βίας και μετά από 6μηνη αμηνόρροια. Επίσης μετά από διαπίστωση διαταραχών πρόσληψης τροφής, αλλά και 6ηνη επιμονή των διαταραχών των διατροφικών συνηθειών. Η επανάληψή της συνιστάται να γίνεταιετησίως, εφόσον οι παραπάνω διαταραχές δεν αντιμετωπίζονται.
Αντιμετώπιση
Η αντιμετώπιση του συνδρόμου της τριάδας της αθλήτριας απαιτεί τη συνεργασία ομάδας ειδικών και σε αυτήν εμπλέκονται αθλητίατροι, ορθοπαιδικοί, ψυχολόγοι, ψυχίατροι, γυναικολόγοι, ενδοκρινολόγοι, καρδιολόγοι,διατροφολόγοι και φυσικά προπονητές.
Όμως, όλοι αυτοί δεν μπορούν να είναι αποτελεσματικοί εάν δεν έχουν τη συναίνεση και τη συμμόρφωση τηςαθλήτριας.
Η προσέγγιση των αθλητικών ομοσπονδιών και των συνδέσμων των αθλητών πρέπει να είναι ο πρωταρχικόςστόχος, με σκοπό την πρόληψη και την ενημέρωση, με έμφαση στην επαρκή ημερήσια ενεργειακή πρόσληψηαπό το διαιτολόγιο της αθλήτριας και στην κάλυψη των απαιτήσεων του οργανισμού σε ασβέστιο και βιταμίνη D, ανάλογα με την ηλικία.
Επίσης να γίνει αντιληπτό ότι οι διαταραχές της έμμηνης ρήσης μπορεί να οδηγήσουν σε μελλοντική οστεοπόρωση. Η εφαρμογή αυτών μπορεί να φαίνεται εύκολη, όμως στην πραγματικότητα δεν είναι. Οι αθλήτριες υψηλού επιπέδου αντιστέκονται στην πρόσληψη βάρους, στη μείωση της προπόνησης, μιας και έτσι απομακρύνονται από τον στόχο της διάκρισης, ενώ πολλές φορές δεν αναγνωρίζουν το πρόβλημα. Αυτά πρέπει να είναι πάντα υπόψη, όσων αντιμετωπίζουν αθλητές υψηλού επιπέδου.
Η θεραπεία του συνδρόμου έγκειται αρχικά στην αύξηση των ενεργειακών αποθεμάτων του οργανισμού, είτε αυξάνοντας την θερμιδική πρόσληψη, είτε μειώνοντας την ένταση της προπόνησης.
Αφού έχουν αποκλειστεί οι διαταραχές της πρόσληψης τροφής, η αθλήτρια και ο προπονητής της πρέπει να συνεργαστούν με ειδικό διατροφολόγο για την κατάρτιση διαιτολογίου, που θα ικανοποιεί τις ημερήσιες θερμιδικέςανάγκες της αθλήτριας, ανάλογα με την ένταση της προπόνηση, αλλά και τις ημερήσιες ανάγκες σε ασβέστιο,βιταμίνη D και βιταμίνη Κ.
Εάν διαγνωστούν διαταραχές της πρόσληψης τροφής πρέπει να γίνεται διακοπή της προπόνησης και κατάλληλη αντιμετώπιση από ειδικό ψυχίατρο. Η επάνοδος της αθλήτριας στην αγωνιστική δράση πρέπει να γίνεται όταν καλύπτονται τα παρακάτω κριτήρια και η αθλήτρια συμφωνεί:
(α) να συνεργάζεται με όλες τις θεραπευτικές οδηγίες,
(β) να βρίσκεται κάτω από στενή ιατρική παρακολούθηση,
(γ) να τοποθετεί ψηλότερα τη θεραπεία από την προπόνηση ή τους αγώνες και
(δ) να τροποποιεί το είδος, τη διάρκεια και την ένταση της δραστηριότητάς της.
Η φαρμακευτική θεραπεία δεν είναι απαραίτητη για την αποκατάσταση της έμμηνης ρήσης. Αν δεν αυξηθεί ο δείκτης μάζας σώματος η έμμηνη ρήση δεν αποκαθίσταται και αντίθετα η αύξηση του δείκτη μάζας σώματος είναι ικανή από μόνη της για να επιτύχει την αποκατάστασή της έμμηνης ρύσης.
Η φαρμακευτική θεραπεία, με αντισυλληπτικά από το στόμα, έχει θέση σε ενήλικες αθλήτριες, στις περιπτώσεις που η οστική πυκνότητα μειώνεται, παρά την επάρκεια των ενεργειακών αποθεμάτων και την ανάκτηση ιδανικούσωματικού βάρους.
Τέλος, η χρήση φαρμακευτικών σκευασμάτων για την αύξηση της οστικής πυκνότητας δεν έχει αποδειχθεί αποτελεσματική σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας, ενώ ενέχει και κινδύνους εάν υπάρξει παράλληλαεγκυμοσύνη.
* Ο Μάνος Μπριλάκης είναι Ορθοπαιδικός Χειρουργός, Επιμελητής του Ορθοπαιδικού Τμήματος και της Κλινικής Αθλητικών Κακώσεων του Ιατρικού Κέντρου Αθηνών (Κλινική Ψυχικού), Επιστημονικός συνεργάτης του Κέντρου Αρθροσκόπησης και Χειρουργικής Ώμου του ΙΑΣΩ General, Ορθοπαιδικός της γυναικείας ομάδας Basket και της αντρικής ομάδας Handball του Πανιωνίου Γ.Σ.
Emmanuel.Brilakis@gmail.com
Γράφει:Μανώλης Μπριλάκης
Το σύνδρομο της τριάδας των αθλητριών (Female Athlete Triad) είναι ένα πρόβλημα που αναγνωρίζεται σε αθλήτριες υψηλού επιπέδου. Πρόκειται για ένα σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από διαταραχές διατροφικών συνηθειών, διαταραχές της έμμηνης ρήσης και μείωση της οστικής πυκνότητας.
Οι ιδιαιτερότητες των αθλητριών υψηλού επιπέδου, τόσο ως προς τις ενεργειακές τους απαιτήσεις, όσο και ως προς την ψυχολογική και σωματική υπερπροσπάθεια για την επίτευξη της βέλτιστης επίδοσης, δημιουργούν πρόβλημα στην αναγνώριση και αντιμετώπιση του συνδρόμου.
Αν και οι διαταραχές στις διατροφικές συνήθειες είναι η αρχική αιτία του συνδρόμου, ο λόγος που η αθλήτρια ζητάιατρική βοήθεια είναι συνήθως η αμηνόρροια, ή τα κατάγματα κόπωσης.
Οι αθλήτριες του στίβου και κυρίως των μεγάλων αποστάσεων, της γυμναστικής, του χορού, του μπαλέτου, τωνκαταδύσεων, του καλλιτεχνικού πατινάζ και της κολύμβησης, έχουν αυξημένο κίνδυνο να εμφανίσουν το σύνδρομο.
Σε αυτά τα αθλήματα δίδεται μεγαλύτερη έμφαση στο σωματικό βάρος. Οι αθλήτριες που ασχολούνται με αθλήματα με μπάλα, όπως το μπάσκετ, είναι σε μικρότερο κίνδυνο, χωρίς όμως να αποκλείονται από αυτό.
Ψυχολογικοί παράγοντες
Ο στόχος κάθε αθλητή υψηλού επιπέδου είναι η επίτευξη της βέλτιστης δυνατής επίδοσης την ώρα του αγώνα. Η επιθυμία της διάκρισης και το υψηλό επίπεδο του ανταγωνισμού δημιουργούν αυξημένη ψυχολογική επιβάρυνση/πίεση, τόσο σε περίοδο προετοιμασίας, όσο και κατά την αγωνιστική περίοδο.
Ο αυξημένος όγκος της προπόνησης, που είναι η βασική προϋπόθεση για την επίτευξη του στόχου, αυξάνει τιςενεργειακές απαιτήσεις του αθλούμενου οργανισμού. Παράλληλα, στα περισσότερα αθλήματα, το χαμηλό σωματικό βάρος δίνει πλεονέκτημα.
Αυτή η παρατήρηση δημιουργεί μια “ψυχολογική υποχρέωση” διατήρησης χαμηλού σωματικού βάρους, με αποτέλεσμα η θερμιδική πρόσληψη να είναι κατώτερη των συνολικών ενεργειακών απαιτήσεων.
Η διαταραχή του ενεργειακού ισοζυγίου, σε συνέργεια με την ψυχολογική επιβάρυνση και την αυξημένη έκκριση ορμονών του stress που αυτή συνεπάγεται, αποτελούν ένα δίπολο, που οδηγεί σε διαταραχή του άξοναΥποθάλαμος – Υπόφυση – Ωοθήκες.
Το αποτέλεσμα είναι η μείωση της παραγωγής οιστρογόνων και η διαταραχή της έμμηνης ρύσης, μέχρι και η κατάργησή της (αμηνόρροια). Η μειωμένη παραγωγή οιστρογόνων συνδυάζεται με μειωμένη οστική πυκνότητα και αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης οστεοπόρωσης.
Διαταραχές των διατροφικών συνηθειών
Ένα ποσοστό των γυναικών που ασχολούνται με υψηλού επιπέδου αθλητισμό, πάσχει από διαταραχές πρόσληψης τροφής και έχει ανάγκη ψυχιατρικής αντιμετώπισης. Όμως, δεν είναι όλες οι αθλήτριες με χαμηλόσωματικό βάρος που πληρούν τα κριτήρια που απαιτούνται για τη διάγνωση τέτοιων νοσημάτων (πχ. νευρογενήςανορεξία ή νευρογενής βουλιμία).
Έτσι, έχει χρησιμοποιηθεί ο όρος “αθλητικογενής ανορεξία” με σκοπό να αποδώσει τις διαταραχές των διατροφικών συνηθειών των αθλητριών, που πηγάζουν από την επιθυμία για την επίτευξη βέλτιστης απόδοσηςκαι να τις διαχωρίσει από παθολογικές καταστάσεις πρόσληψης τροφής.
Παράλληλα, εκτός από την μειωμένη πρόσληψη τροφής, ορισμένες αθλήτριες καταναλώνουν φάρμακα για τονέλεγχο του σωματικού βάρους (πχ. διουρητικά, υπακτικά, εμετικά ή διαιτητικά σκευάσματα).
Η συχνότητα των διαταραχών των διατροφικών συνηθειών στις αθλήτριες κυμαίνεται από 15% έως 60%. Επίσης, το 50% των αθλητριών που εμφανίζουν τέτοιες διαταραχές, ασκούνται σε υπερβολικό βαθμό. Το αποτέλεσμα είναι ημειωμένη ενεργειακή πρόσληψη και η εμφάνιση αρνητικού ισοζυγίου στα ενεργειακά αποθέματα του οργανισμού.
Τα ενεργειακά αποθέματα του οργανισμού είναι το ποσό της θερμιδικής πρόσληψης από την τροφή, μειωμένο κατά την ενέργεια που καταναλώνεται στη διάρκεια της άθλησης (προπόνηση ή αγώνας). Η ενέργεια που απομένει είναι απαραίτητη για την κάλυψη βασικών αναγκών.
Το αρνητικό ενεργειακό ισοζύγιο, αλλά ακόμη και το πολύ μικρό θετικό ισοζύγιο, ενεργοποιείπαθοφυσιολογικούς μηχανισμούς με σκοπό την εξοικονόμηση ενέργειας για τις λειτουργίες που είναι απαραίτητες για την επιβίωση του οργανισμού εις βάρος άλλων λειτουργιών. Έτσι βλάπτεται η ομοιόσταση τωνκυττάρων, η θερμορύθμιση, η σωματική ανάπτυξη, καθώς και οι λειτουργίες της αναπαραγωγής.
Διαταραχές της έμμηνης ρύσης
Ο συνήθης γεννητικός κύκλος στην γυναίκα διαρκεί 26 έως 35 ημέρες (ευμηνόρροια) και χωρίζεται από τηνωοθυλακιορρηξία σε δύο φάσεις. Στην πρώτη ή παραγωγική φάση, όπου κυριαρχούν τα οιστρογόνα και στη δεύτερη, ή ωχρινική φάση, όπου παράγονται οιστρογόνα και προγεστερόνη.
Για τον έλεγχο του κύκλου αλληλεπιδρούν ο φλοιός του εγκεφάλου, ο υποθάλαμος, η υπόφυσηκαι οι ωοθήκες. Στις διαταραχές του κύκλου περιλαμβάνονται κυρίως η δευτεροπαθήςαμηνόρροια (λειτουργική υποθαλαμική αμηνόρροια), αλλά και η ολιγομηνόρροια, η καθυστερημένηεμμηναρχή, η ανωοθυλακιορρηξία και η ανεπάρκεια της ωχρινικής φάσης του κύκλου.
Η επίπτωση της αμηνόρροιας στον γενικό πληθυσμό κυμαίνεται από 2% έως 5%, ενώ σε χορεύτριες μπαλέτου και σε δρομείς μεγάλων αποστάσεων, όπου υπάρχουν δεδομένα από μελέτες, αγγίζει το 69% και 65%, αντίστοιχα. Η επίπτωση της ανεπάρκειας της ωχρινικής φάσης στις αθλήτριες είναι 79%.
Η έντονη άσκηση φαίνεται να ευνοεί αυτές τις διαταραχές. Ενδιαφέρον έχει το αποτέλεσμα πειραμάτων σε ζώα, όπου η αμηνόρροια εγκαταστάθηκε όταν αυξήθηκε η ένταση της άσκησης τους, χωρίς να διαταραχθεί το ποσό των λαμβανόμενων θερμίδων και αποκαταστάθηκε όταν αυξήθηκαν οι προσλαμβανόμενες θερμίδες, χωρίς να αλλάξει ηένταση της άσκησης.
Η μείωση των ενεργειακών αποθεμάτων επιφέρει αλλαγές στην έκκριση διαφόρων ορμονών. Η βασικότερη είναι η διαταραχή της συχνότητας έκκρισης των ώσεων της LH από την υπόφυση, σε απάντηση της έκκρισης GnRH από τον υποθάλαμο που επηρεάζεται από καταστάσεις stress.
Επιπλέον, παρατηρούνται μεταβολές στα επίπεδα και άλλων ορμονών του μεταβολισμού, όπως της ινσουλίνης(μείωση), της κορτιζόλης (αύξηση), της αυξητικής ορμόνης (αύξηση), του IGF-1, της T3 (μείωση) και της λεπτίνης(μείωση).
Η μείωση της λεπτίνης οφείλεται και στο χαμηλό σωματικό βάρος, που παρατηρείται σε αυτή την ομάδα του πληθυσμού. Πολύ σημαντική παρατήρηση είναι ότι οι διαταραχές της έμμηνης ρήσης αποκαθίστανται μετά απόαύξηση των προσλαμβανόμενων θερμίδων.
Μείωση της Οστικής Πυκνότητας
Στις νεαρότερες αθλήτριες το πρόβλημα εμφανίζεται ως οστική απώλεια και διαταραχή της αρχιτεκτονικής των οστών, ή μειωμένη οστική κατασκευή που επηρεάζει αρνητικά την κορυφαία οστική μάζα που επιτυγχάνεται.
Ως κορυφαία οστική μάζα χαρακτηρίζεται η μέγιστη οστική μάζα που αποκτά ένα άτομο κατά τη διάρκεια της ζωής του και επιτυγχάνεται περίπου στην ηλικία των 30 ετών. Η επίτευξη χαμηλής κορυφαίας οστικής μάζας θεωρείται ένας από τους βασικούς μηχανισμούς, που οδηγούν αργότερα στην εμφάνιση οστεοπόρωσης.
Το αποτέλεσμα είναι προδιάθεση για κατάγματα κόπωσης, που συμβαίνουν με χαμηλή ή καθόλου βία και εγείρουν την κλινική υποψία για το σύνδρομο.
Επειδή οι αθλήτριες είναι γυναίκες νεαρής ηλικίας, προεμμηνοπαυσιακές δεν χρησιμοποιείται το Τ-score για την αξιολόγηση και την κατάταξή τους σε οστεοπενικές ή οστεοπορωτικές. Αντίθετα, χρησιμοποιείται το Ζ-score και τιμές μικρότερες από -2 χαρακτηρίζουν “οστική πυκνότητα κατώτερη της αναμενόμενης για την ηλικία“.
Ο όρος οστεοπενία δεν χρησιμοποιείται και η διάγνωση της οστεοπόρωσης τίθεται μόνο όταν η χαμηλή οστική πυκνότητα (Ζ-score ≤ -2) συνυπάρχει με παράγοντες κινδύνου πρόκλησης κατάγματος, όπως η χρόνια πλημμελής διατροφή, οι διαταραχές πρόσληψης τροφής, ο υπογοναδισμός, η χρήση γλυκοκορτικοειδών και η παρουσία προηγούμενων καταγμάτων.
Σε αθλήτριες με λειτουργική υποθαλαμική αμηνόρροια, η ανεπάρκεια των οιστρογόνων προκαλεί διαταραχή της οστικής ανακατασκευής. Η αμηνόρροια δεν προκαλεί άμεσα οστεοπόρωση, αλλά μείωση της οστικής πυκνότητας, που οδηγεί προς αυτή την κατεύθυνση.
Ομοίως, η αποκατάσταση της έμμηνης ρήσης δεν αποκαθιστά άμεσα την οστική μάζα, αλλά αυξάνει σταδιακά τηνοστική πυκνότητα. Η χρόνια υποθρεψία που συνήθως συνυπάρχει, είναι υπεύθυνη για τον μειωμένο ρυθμό οστικής παραγωγής.
Επίσης, η οστική απορρόφηση αυξάνεται όταν καταστέλλεται η παραγωγή οιστραδιόλης, λόγω τωνπεριορισμένων ενεργειακών αποθεμάτων, ενώ η οστική παραγωγή καταστέλλεται νωρίτερα.
Μάλιστα, η μείωση της οστικής παραγωγής είναι ανάλογη της μείωσης των ενεργειακών αποθεμάτων. Ηοστική παραγωγή επηρεάζεται επίσης μέσω άλλων ορμονών, κυρίως της κορτιζόλης και της λεπτίνης.
Διάγνωση
Η διάγνωση του συνδρόμου απαιτεί την ευαισθητοποίηση για την αναγνώρισή του. Οι επιπτώσεις στην υγεία της αθλήτριας δεν είναι τόσο άμεσες, όσο απώτερες, ενώ ο τρόπος ζωής, οι διατροφικές συνήθειες, η έντονηπροπόνηση, η επιθυμία για διάκριση και το ψυχολογικό υπόβαθρο, είναι παράγοντες που δεν ωθούν την αθλήτρια να αναζητήσει βοήθεια και να συμμορφωθεί με τις οδηγίες.
Είναι γενική πεποίθηση ειδικών και αποτυπώνεται σε μελέτες ότι το σύνδρομο αυτό μπορεί να συμβεί σεαθλήτριες υψηλού επιπέδου οποιουδήποτε αγωνίσματος.
Ο ετήσιος προαγωνιστικός έλεγχος των αθλητριών προσφέρεται για τη διαλογή τους, ενώ η αναζήτηση βοήθειας, κυρίως για τις διαταραχές του κύκλου ή για κατάγματα κόπωσης, είναι μια ακόμη ευκαιρία για τη διάγνωση. Στις περιπτώσεις που ανευρίσκεται ένα χαρακτηριστικό του συνδρόμου πρέπει να αναζητούνται και τα υπόλοιπα.
Η αναζήτηση πληροφοριών για τη θερμιδική πρόσληψη, για τις διαιτητικές συνήθειες, για τις μεταβολές του βάρους και για την ένταση της προπόνησης είναι πολύ χρήσιμη στην αρχική προσέγγιση της αθλήτριας.
Η διαταραχή της αντίληψης της εικόνας του σώματος και ο φόβος για το βάρος, ιδιαίτερα όταν συνυπάρχειαμηνόρροια, είναι χαρακτηριστικά διαταραχών πρόσληψης τροφής και απαιτείται ψυχιατρική αντιμετώπιση. Επιπλέον προβλήματα υγείας, αλλά και κατάγματα χαμηλής βίας πρέπει να αναζητούνται.
Σημαντικές είναι οι πληροφορίες του γυναικολογικού ιστορικού, δηλαδή, ηλικία εμμηναρχής, διάρκεια του κύκλου, μεταβολές αυτού ανάλογα με τις προπονητικές περιόδους. Τέλος, πρέπει να συλλέγονται πληροφορίες για τηχρήση φαρμακευτικών σκευασμάτων ή συμπληρωμάτων διατροφής, που πιθανώς να καταναλώνει ηαθλήτρια.
Κατά τη φυσική εξέταση, μετρούνται το βάρος, το ύψος και το ποσοστό λίπους της αθλήτριας και πρέπει να γίνεται μιαπλήρης κλινική εξέταση κατά συστήματα. Δεν πρέπει να παραλείπεται η αναζήτηση σημείων ιδιαίτερα ξηρούδέρματος, ουλών και εξανθημάτων στα χείλη και στο στόμα, σημαδιών στα δάχτυλα των χεριών και των ποδιών, που είναι χαρακτηριστικά ψυχικών διαταραχών.
Ο εργαστηριακός έλεγχος πρέπει να προσανατολίζεται για να αποκλείσει άλλες οργανικές αιτίες αμηνόρροιας και πρέπει να είναι αυστηρά προσανατολισμένος και να κατευθύνεται από τα ευρήματα της κλινικής εξέτασης, γιατί η ανεύρεση φυσιολογικών τιμών μιας γενικής εξέτασης αίματος και ενός βιοχημικού ελέγχου δεν αποκλείει την ύπαρξη του συνδρόμου.
Η μέτρηση της οστικής πυκνότητας με DEXA πρέπει να γίνεται μετά από την εμφάνιση καταγμάτων κόπωσης ή χαμηλής βίας και μετά από 6μηνη αμηνόρροια. Επίσης μετά από διαπίστωση διαταραχών πρόσληψης τροφής, αλλά και 6ηνη επιμονή των διαταραχών των διατροφικών συνηθειών. Η επανάληψή της συνιστάται να γίνεταιετησίως, εφόσον οι παραπάνω διαταραχές δεν αντιμετωπίζονται.
Αντιμετώπιση
Η αντιμετώπιση του συνδρόμου της τριάδας της αθλήτριας απαιτεί τη συνεργασία ομάδας ειδικών και σε αυτήν εμπλέκονται αθλητίατροι, ορθοπαιδικοί, ψυχολόγοι, ψυχίατροι, γυναικολόγοι, ενδοκρινολόγοι, καρδιολόγοι,διατροφολόγοι και φυσικά προπονητές.
Όμως, όλοι αυτοί δεν μπορούν να είναι αποτελεσματικοί εάν δεν έχουν τη συναίνεση και τη συμμόρφωση τηςαθλήτριας.
Η προσέγγιση των αθλητικών ομοσπονδιών και των συνδέσμων των αθλητών πρέπει να είναι ο πρωταρχικόςστόχος, με σκοπό την πρόληψη και την ενημέρωση, με έμφαση στην επαρκή ημερήσια ενεργειακή πρόσληψηαπό το διαιτολόγιο της αθλήτριας και στην κάλυψη των απαιτήσεων του οργανισμού σε ασβέστιο και βιταμίνη D, ανάλογα με την ηλικία.
Επίσης να γίνει αντιληπτό ότι οι διαταραχές της έμμηνης ρήσης μπορεί να οδηγήσουν σε μελλοντική οστεοπόρωση. Η εφαρμογή αυτών μπορεί να φαίνεται εύκολη, όμως στην πραγματικότητα δεν είναι. Οι αθλήτριες υψηλού επιπέδου αντιστέκονται στην πρόσληψη βάρους, στη μείωση της προπόνησης, μιας και έτσι απομακρύνονται από τον στόχο της διάκρισης, ενώ πολλές φορές δεν αναγνωρίζουν το πρόβλημα. Αυτά πρέπει να είναι πάντα υπόψη, όσων αντιμετωπίζουν αθλητές υψηλού επιπέδου.
Η θεραπεία του συνδρόμου έγκειται αρχικά στην αύξηση των ενεργειακών αποθεμάτων του οργανισμού, είτε αυξάνοντας την θερμιδική πρόσληψη, είτε μειώνοντας την ένταση της προπόνησης.
Αφού έχουν αποκλειστεί οι διαταραχές της πρόσληψης τροφής, η αθλήτρια και ο προπονητής της πρέπει να συνεργαστούν με ειδικό διατροφολόγο για την κατάρτιση διαιτολογίου, που θα ικανοποιεί τις ημερήσιες θερμιδικέςανάγκες της αθλήτριας, ανάλογα με την ένταση της προπόνηση, αλλά και τις ημερήσιες ανάγκες σε ασβέστιο,βιταμίνη D και βιταμίνη Κ.
Εάν διαγνωστούν διαταραχές της πρόσληψης τροφής πρέπει να γίνεται διακοπή της προπόνησης και κατάλληλη αντιμετώπιση από ειδικό ψυχίατρο. Η επάνοδος της αθλήτριας στην αγωνιστική δράση πρέπει να γίνεται όταν καλύπτονται τα παρακάτω κριτήρια και η αθλήτρια συμφωνεί:
(α) να συνεργάζεται με όλες τις θεραπευτικές οδηγίες,
(β) να βρίσκεται κάτω από στενή ιατρική παρακολούθηση,
(γ) να τοποθετεί ψηλότερα τη θεραπεία από την προπόνηση ή τους αγώνες και
(δ) να τροποποιεί το είδος, τη διάρκεια και την ένταση της δραστηριότητάς της.
Η φαρμακευτική θεραπεία δεν είναι απαραίτητη για την αποκατάσταση της έμμηνης ρήσης. Αν δεν αυξηθεί ο δείκτης μάζας σώματος η έμμηνη ρήση δεν αποκαθίσταται και αντίθετα η αύξηση του δείκτη μάζας σώματος είναι ικανή από μόνη της για να επιτύχει την αποκατάστασή της έμμηνης ρύσης.
Η φαρμακευτική θεραπεία, με αντισυλληπτικά από το στόμα, έχει θέση σε ενήλικες αθλήτριες, στις περιπτώσεις που η οστική πυκνότητα μειώνεται, παρά την επάρκεια των ενεργειακών αποθεμάτων και την ανάκτηση ιδανικούσωματικού βάρους.
Τέλος, η χρήση φαρμακευτικών σκευασμάτων για την αύξηση της οστικής πυκνότητας δεν έχει αποδειχθεί αποτελεσματική σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας, ενώ ενέχει και κινδύνους εάν υπάρξει παράλληλαεγκυμοσύνη.
* Ο Μάνος Μπριλάκης είναι Ορθοπαιδικός Χειρουργός, Επιμελητής του Ορθοπαιδικού Τμήματος και της Κλινικής Αθλητικών Κακώσεων του Ιατρικού Κέντρου Αθηνών (Κλινική Ψυχικού), Επιστημονικός συνεργάτης του Κέντρου Αρθροσκόπησης και Χειρουργικής Ώμου του ΙΑΣΩ General, Ορθοπαιδικός της γυναικείας ομάδας Basket και της αντρικής ομάδας Handball του Πανιωνίου Γ.Σ.
Emmanuel.Brilakis@gmail.com